ἀξιώματι

ἀξιώματι
ἀξίωμα
that of which one is thought worthy
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ANTHONGES — pastor, seditionem in Iudaeâ movit, propter quam duo fere hominum milia in crucem acta sunt. Α᾿θρόγτης dicitur Iosepho Ant. Iud. l. 17. καὶ Ἀνθρόγτης ἀνὴρ οὔτε προγόνων ἐπιφανὴς ἀξιώματι, οὔτε ἀρετῆς περιουσίᾳ, ἠ ` τινῶν πλήθει χρημάτων, ποιμὴ δὲ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • υπερμαζώ — (I) άω, ΜΑ 1. είμαι παραχορτάτος 2. ζω μέσα σε υπέρμετρα τρυφηλό θίο («ἐπὶ τῷ ἀξιώματι ὑπερμαζήσας», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + μᾶζα]. (II) άω, Μ έχω τους μαστούς γεμάτους γάλα ή έχω μεγάλους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μαζός, ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀξιώματ' — ἀξιώματα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc pl ἀξιώματι , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut dat sg ἀξιώματε , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”